βατσινάρω

βατσινάρω
εμβολιάζω, κάνω δαμαλισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vaccinare «κάνω δαμαλισμό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αβατσινάριστος — και αβατσίνιαστος και αβατσίνωτος, η, ο [βατσινάρω] αδαμάλιστος, ανεμβολίαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”